ζωροπότης

ζωροπότης
ζωροπότ-ης, ου, ,
A drinking neat wine, Hedyl. ap. Ath.11.497d;

οἴνου Man.4.300

;

ὀφθαλμοὶ . . κάλλεος ἀκρήτου ζωροπόται AP5.225

(Paul. Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωροπότης — ζωροπότης, ὁ (Α) αυτός που πίνει άκρατο κρασί, ακρατοπότης, μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωρός «άκρατος, καθαρός» + πότης (< πίνω), πρβλ. ηδυ πότης, πολυ πότης] …   Dictionary of Greek

  • ζωροπότης — drinking neat wine masc nom sg ζωροποτέω drink neat wine imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροπόται — ζωροπότης drinking neat wine masc nom/voc pl ζωροπότᾱͅ , ζωροπότης drinking neat wine masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροποτῶν — ζωροπότης drinking neat wine masc gen pl ζωροποτέω drink neat wine pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροπότας — ζωροπότᾱς , ζωροπότης drinking neat wine masc acc pl ζωροπότᾱς , ζωροπότης drinking neat wine masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροποτώ — ζωροποτῶ, έω (Α) [ζωροπότης] πίνω άκρατο κρασί …   Dictionary of Greek

  • ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”